μεταφυτεύω — μεταφυτεύω, μεταφύτεψα και μεταφύτευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφυτεύω — μεταφύτευσα, μεταφυτεύτηκα, μεταφυτευμένος 1. ξεριζώνω φυτό και το φυτεύω σε άλλη θέση: Μεταφυτεύσαμε τα λουλούδια από τις γλάστρες στον κήπο. 2. μτφ., μεταφέρω και διαδίδω ιδέες, έθιμα κτλ. σε άλλο μέρος ή σε άλλον άνθρωπο: Οι φιλόσοφοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφυτεύῃ — μεταφυτεύω transplant pres subj mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres ind mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευθέντα — μεταφυτεύω transplant aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταφυτεύω transplant aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευομένων — μεταφυτεύω transplant pres part mp fem gen pl μεταφυτεύω transplant pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτευόμενον — μεταφυτεύω transplant pres part mp masc acc sg μεταφυτεύω transplant pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύει — μεταφυτεύω transplant pres ind mp 2nd sg μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύομεν — μεταφυτεύω transplant pres ind act 1st pl μεταφυτεύω transplant imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύουσι — μεταφυτεύω transplant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφυτεύουσιν — μεταφυτεύω transplant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταφυτεύω transplant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)